banker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
banker | bankers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
banker (en)
- (επάγγελμα) ο τραπεζίτης (διευθυντής τράπεζας)
- αυτός που ανταλλάσσει συνάλλαγμα
- αυτός που κρατάει την μπάνκα σε ένα τυχερό παιχνίδι
- λίθινος πάγκος πάνω στον οποίο δουλεύει ένας λιθοξόος