banker
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
banker | bankers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]banker (en)
- (επάγγελμα) ο τραπεζίτης (διευθυντής τράπεζας)
- αυτός που ανταλλάσσει συνάλλαγμα
- αυτός που κρατάει την μπάνκα σε ένα τυχερό παιχνίδι
- λίθινος πάγκος πάνω στον οποίο δουλεύει ένας λιθοξόος