Μετάβαση στο περιεχόμενο

barb

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

barb (en)

  1. αγκάθι
  2. αιχμή, λόγχη σε δόρυ
  3. ράτσα μικρόσωμου βορειοαφρικανικού αλόγου
  4. μπηχτή, αιχμή

barb (en)

  1. στερεώνω λόγχη, ακίδα, αιχμή συνήθως σε ή ως προεξοχή
  2. (μεταφορικά) αφήνω αιχμές