barb
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]barb (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]barb (en)
- στερεώνω λόγχη, ακίδα, αιχμή συνήθως σε ή ως προεξοχή
- (μεταφορικά) αφήνω αιχμές
barb (en)
barb (en)