μπηχτή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπηχτή < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπηχτή θηλυκό
- (αργκό) ύπουλο χτύπημα
- (μεταφορικά) σκωπτικός ή με κακή πρόθεση υπαινιγμός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μπηχτή