pique
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pique (fr) θηλυκό
- η λόγχη
- ο λογχοφόρος
- η μπηχτή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pique (fr) αρσενικό
- (χαρτοπαίγνιο) η πίκα, το μπαστούνι
pique (fr) θηλυκό
pique (fr) αρσενικό