pique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pique (fr) θηλυκό
- η λόγχη
- ο λογχοφόρος
- η μπηχτή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pique (fr) αρσενικό
- (χαρτοπαίγνιο) η πίκα, το μπαστούνι