πίκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πίκα οι πίκες
      γενική της πίκας
    αιτιατική την πίκα τις πίκες
     κλητική πίκα πίκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πίκα (άμεσο δάνειο) ιταλική picca (αρχική σημασία: μεγάλη λόγχη) < γαλλική pique (τσακωμός)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πίκα θηλυκό

  1. μνησικακία, πείσμα
    ⮡  του έριξε αυτή τη σπόντα από πίκα, επειδή χθες της είχε κάνει υποδείξεις για το θέμα
  2. (χαρτοπαίγνιο) σύμβολο μιας από τις τέσσερις φυλές (χρώματα) της τράπουλας, τα μπαστούνια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]