πίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίκα | οι | πίκες |
γενική | της | πίκας | — | |
αιτιατική | την | πίκα | τις | πίκες |
κλητική | πίκα | πίκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πίκα θηλυκό
- μνησικακία, πείσμα
- ⮡ του έριξε αυτή τη σπόντα από πίκα, επειδή χθες της είχε κάνει υποδείξεις για το θέμα
- (χαρτοπαίγνιο) σύμβολο μιας από τις τέσσερις φυλές (χρώματα) της τράπουλας, τα μπαστούνια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρώμα της τράπουλας
|
- ↑ πίκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χαρτοπαίγνια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)