barbecue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
barbecue (en)
- η ψησταριά
- το μπάρμπεκιου, το γεύμα όπου καλεί κανείς φίλους για να ψήσουν και να φάνε όλοι μαζί
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
barbecue | barbecues |
barbecue (fr) αρσενικό
- η ψησταριά