μπάρμπεκιου
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπάρμπεκιου ουδέτερο άκλιτο
- συσκευή για υπαίθριο ψήσιμο, ψησταριά
- (συνεκδοχικά) το ψήσιμο φαγητού (και κυρίως κρέατος) σε τέτοια συσκευή
- (συνεκδοχικά) γεύμα που ψήθηκε σε τέτοια συσκευή