Μετάβαση στο περιεχόμενο

μπάρμπεκιου

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπάρμπεκιου < αγγλική barbecue
Ένα σβηστό μπάρμπεκιου.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπάρμπεκιου ουδέτερο άκλιτο

  1. συσκευή για υπαίθριο ψήσιμο, ψησταριά
  2. (συνεκδοχικά) το ψήσιμο φαγητού (και κυρίως κρέατος) σε τέτοια συσκευή
  3. (συνεκδοχικά) γεύμα που ψήθηκε σε τέτοια συσκευή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]