bare
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
bare (en)
- ελάχιστος, στοιχειώδης
- γυμνός
- (ΗΠΑ) (αργκό) πάρα πολύς
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bare (en)
Βασκικά (eu)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
bare (eu)
Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
bare (no)