ξεγυμνώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεγυμνώνω < ξε- + γυμνώνω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kse.ʝimˈno.no/

Ρήμα[επεξεργασία]

ξεγυμνώνω

  1. γδύνω κάποιον εντελώς
     συνώνυμα: απεκδύομαι, τσιτσιδώνω
  2. (μεταφορικά) ληστεύω
  3. (μεταφορικά) αποκαλύπτω ελαττώματα ή μεμπτές πράξεις
     συνώνυμα: ξεβρακώνω, ξεσκεπάζω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]