baritono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baritono | baritonoj |
αιτιατική | baritonon | baritonojn |
baritono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | baritono | baritonoj |
αιτιατική | baritonon | baritonojn |
baritono (eo)