baronetto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- baronetto < (άμεσο δάνειο) αγγλική baronet < baron + υποκοριστικό επίθημα -et [1] < υστερολατινική baro (αιτιατική: baronem). Τα υποκοριστικά επιθήματα στην αγγλική -et > -etto (-έτος)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: βαρονέτος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
baronetto
[επεξεργασία]
- ↑ baronetto - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).