bastono
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bastono | bastonoj |
αιτιατική | bastonon | bastonojn |
bastono (eo)
- το μπαστούνι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bastono | bastonoj |
αιτιατική | bastonon | bastonojn |
bastono (eo)