beautifier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
beautifier | beautifiers |
beautifier (en)
- καλλωπιστής, καλλωπίστρια
- (πληροφορική) συνώνυμο των: pretty-printer, code beautifier