Μετάβαση στο περιεχόμενο

bell

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bell bells

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bell (en)

  • το κουδούνι, η καμπάνα
      They waited in silence, until the bell rang.
    Περίμεναν βουβοί, μέχρι που χτύπησε το κουδούνι.
      I was completely distracted by the solution and didn’t realize the bell rang for break.
    Αφαιρέθηκα τελείως με τη λύση της άσκησης και δεν κατάλαβα ότι χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα.