beside
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
beside (en)
- δίπλα σε
- Mary is sitting beside Mark
- άσχετα με