bestkuracisto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bestkuracisto | bestkuracistoj |
αιτιατική | bestkuraciston | bestkuracistojn |
bestkuracisto (eo)