birthmark
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
birthmark | birthmarks |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]birthmark (en)
- το σημάδι εκ γενετής, ένα σημάδι στο δέρμα ενός ατόμου που υπάρχει από τη γέννησή του
Πηγές
[επεξεργασία]- birthmark - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 786. ISBN 9780194325684., λήμμα: σημάδι