bist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
bist (de)
- β' ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος sein