blaireau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]blaireau < παλαιά γαλλική blarel
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | blaireau | blaireaux |
θηλυκό | blairelle | blairelles |
blaireau (fr) αρσενικό
- ο ασβός