blinding
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | blinding |
συγκριτικός | more blinding |
υπερθετικός | most blinding |
blinding (en)
- εκτυφλωτικός, που είναι τόσο φωτεινός που τυφλώνει
- ⮡ There was suddenly a blinding light.
- Ένα εκτυφλωτικό φως έλαμψε ξαφνικά.
- ⮡ There was suddenly a blinding light.
- (βρετανική σημασία) που καταπλήσσει ή εντυπωσιάζει πολύ
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]blinding (en)