blunder

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

blunder (en)

  • η γκάφα, ανόητο λάθος ή λάθος από αδεξιότητα

Ρήμα[επεξεργασία]

blunder (en)

  1. κάνω γκάφα
  2. σφάλλω
  3. κινούμαι αδέξια, παραπαίω