blunder
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
blunder | blunders |
blunder (en)
- η γκάφα, ανόητο λάθος ή λάθος από αδεξιότητα
- ⮡ I prevented him from making a blunder.
- Τον πρόλαβα να μην κάνει καμία γκάφα.
- ⮡ I prevented him from making a blunder.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | blunder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blunders |
αόριστος | blundered |
παθητική μετοχή | blundered |
ενεργητική μετοχή | blundering |
blunder (en)