Μετάβαση στο περιεχόμενο

bobinage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bobinage bobinages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bobinage (fr) αρσενικό

  1. το περιτύλιγμα ενός καρουλιού με κλωστή
  2. (ηλεκτρολογία) η κατασκευή ενός πηνίου, η τοποθέτηση σύρματος

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη bobine