Μετάβαση στο περιεχόμενο

bobine

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bobine bobines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bobine (fr) θηλυκό

  1. η μπομπίνα
  2. το πηνίο
  3. (οικείο) πρόσωπο, κεφάλι

Συγγενικά

[επεξεργασία]