Μετάβαση στο περιεχόμενο

bonde

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
bonde bondes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bonde (fr) θηλυκό

  1. άνοιγμα που επιτρέπει την εκκένωση ενός έλους, ενός βαρελιού, κ.α.
  2. ξύλινο εξάρτημα που κλείνει το παραπάνω άνοιγμα
  3. μεταλλικό εξάρτημα που κλείνει έναν νεροχύτη, έναν νιπτήρα, μια μπανιέρα, κ.α.