born
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
born (en)
- παθητική μετοχή του ρήματος bear
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- born (somewhere/in a country) to (someone/parents)