born

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

born (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • born (somewhere/in a country) to (someone/parents)