boutiquier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | boutiquier | boutiquiers |
θηλυκό | boutiquière | boutiquières |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]boutiquier (fr)
- ο μαγαζάτορας, ο κάτοχος μιας μπουτίκ