brachetto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
brachetto brachetti

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

brachetto (it) αρσενικό

  1. ποικιλία σταφυλιού που καλλιεργείται στις επαρχίες Άστι και Αλεσσάντρια του Πιεμόντε
  2. (ποτό) ένα ελαφρώς αφρώδες, ελαφρώς γλυκό κόκκινο κρασί που παράγεται από αυτά τα σταφύλια

Πηγές[επεξεργασία]