bramo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bramo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bramo | bramoj |
αιτιατική | bramon | bramojn |
bramo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bramo | bramoj |
αιτιατική | bramon | bramojn |
bramo (eo)