branche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Branche, branché

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
branche < δημώδης λατινική branca (πόδι ζώου)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /br̃ɑʃ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
branche branches

branche (fr) θηλυκό

  1. το κλαδί
  2. ο κλάδος
  3. το σκέλος
  4. ο βραχίονας γυαλιών οράσεως

Συγγενικά

[επεξεργασία]