break with

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας break with
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks with
αόριστος broke with
παθητική μετοχή broken with
ενεργητική μετοχή breaking with

Ετυμολογία [επεξεργασία]

→ δείτε τις λέξεις break και with

Ρήμα[επεξεργασία]

break with (en)

  • συνειδητά παύω καθιερωμένη νόρμα