brigadier-chef
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
brigadier-chef | brigadiers-chefs |
brigadier-chef (fr) αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) σε ορισμένα σώματα, βαθμός ισάξιος του λοχία