Μετάβαση στο περιεχόμενο

chef

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Chef
      ενικός         πληθυντικός  
chef chefs

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chef < λατινική caput

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃɛf/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

chef (fr) αρσενικό

  1. ο αρχηγός
  2. o προϊστάμενος
  3. o επικεφαλής
  4. ο σεφ
  5. (απαρχαιωμένο) η κεφαλή
  6. (εραλδική) τιμητικό μέρος ενός οικοσήμου, στο πάνω μέρος του

Εκφράσεις

[επεξεργασία]