brigadier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brigadier (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bʁi.ɡa.dje/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | brigadier | brigadiers |
θηλυκό | brigadière | brigadières |
brigadier (fr)
- (στρατιωτικός όρος) ταξίαρχος
- (στρατιωτικός όρος) σε ορισμένα σώματα, βαθμός ισάξιος του δεκανέα
- υπαξιωματικός της αστυνομίας
- μέλος σώματος με ειδικές αρμοδιότητες
- στο θέατρο, μπαστούνι με το οποίο χτυπούν τρεις φορές για να αρχίσει το θεατρικό έργο