briko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | briko | brikoj |
αιτιατική | brikon | brikojn |
briko (eo)
- το τούβλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | briko | brikoj |
αιτιατική | brikon | brikojn |
briko (eo)