Μετάβαση στο περιεχόμενο

briskness

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
briskness < brisk + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

briskness (en) (μη μετρήσιμο)

  • η ζωηρότητα
      His movements, his look, and the way he spoke had an impressive briskness for his age.
    Οι κινήσεις του, το βλέμμα του και ο τρόπος που μιλούσε είχαν μια ζωηρότητα εντυπωσιακή για την ηλικία του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη liveliness