ζωηρότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωηρότητα | οι | ζωηρότητες |
γενική | της | ζωηρότητας | των | ζωηροτήτων |
αιτιατική | τη | ζωηρότητα | τις | ζωηρότητες |
κλητική | ζωηρότητα | ζωηρότητες | ||
Συνήωθς στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ζωηρότητα < καθαρεύουσα ζωηρότης < (ελληνιστική κοινή) ζωηρός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ζωηρότητα θηλυκό
- η ζωηράδα, η ζωντάνια, το στοιχείου του σφρίγους, του ακμαίου, της έντασης που δηλώνει υγεία, δύναμη, ζωή, συνοδευόμενη συχνά και από κίνηση
- (μεταφορικά) η τσαχπινιά, η αταξία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)