brother-in-law

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

brother-in-law (en)

  1. γαμπρός, o σύζυγος της αδελφής μου
  2. κουνιάδος, ο αδελφός του/της συζύγου μου
  3. σύγγαμβρος, μπατζανάκης, ο σύζυγος της αδελφής του/της συζύγου μου