μπατζανάκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπατζανάκης < (άμεσο δάνειο) τουρκική bacanak + -ης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπατζανάκης αρσενικό (θηλυκό μπατζανάκαινα και μπατζανάκισσα)
- (οικογένεια) άνδρας που τον συνδέει εξ αγχιστείας συγγένεια με άλλον άνδρα ως σύζυγοι δύο γυναικών που είναι αδελφές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπατζανάκης
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ης (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικογένεια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)