buandier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | buandier | buandiers |
θηλυκό | buandière | buandières |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
buandier (fr)
- o τεχνίτης σε καθαριστήριο