buggered

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

buggered (en)

  1. (χυδαίο) γαμήθηκα!, πατοκωλιάστηκα, γαμήθηκα στην κούραση (δεν αφορά σεξ, μα κούραση)
  2. άνθρωπος, ζωό ή μηχάνημα που δεν λειτουργεί φυσιολογικά (π.χ. λόγω βλάβης, ασθένειας)

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

buggered (en)