câbleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | câbleur | câbleurs |
θηλυκό | câbleuse | câbleuses |
câbleur (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) ειδικός για την τοποθέτηση και τη σύνδεση ηλεκτρικών καλωδίων