cépée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cépée < cep
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cépée | cépées |
cépée (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cépée | cépées |
cépée (fr) θηλυκό