cépée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cépée < cep

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cépée cépées

cépée (fr) θηλυκό