cafouilleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.fu.jœːʁ/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cafouilleur | cafouilleurs |
θηλυκό | cafouilleuse | cafouilleuses |
cafouilleur (fr)