cama
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cama | camas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cama (es) θηλυκό
- το κρεβάτι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cama | camas |
cama (pt) θηλυκό
- το κρεβάτι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (estar) de cama - (είμαι) στο κρεβάτι, άρρωστος
- (estar) na cama - (είμαι) στο κρεβάτι, κοιμάμαι ή είμαι ξαπλωμένος