candidly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

candidly < candid + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

candidly (en)

  1. ειλικρινά
    Candidly, I believe it
    Ειλικρινά, το πιστεύω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη honestly