capitaine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
capitaine < λατινική capitaneus
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
capitaine | capitaines |
capitaine (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο πλοίαρχος, ο καπετάνιος, ο καραβοκύρης, o λοχαγός
- η καπετάνισσα