Μετάβαση στο περιεχόμενο

carrelage

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
carrelage carrelages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

carrelage (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]