carreau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
carreau | carreaux |
carreau (fr) αρσενικό
- το καρό
- το παράθυρο, το τζάμι
- το τετραγωνάκι
- το πλακάκι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]μοτίβα: