pied-de-poule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pied-de-poule | pieds-de-poule |
pied-de-poule (fr) αρσενικό
- διακοσμητικό στοιχείο πανοπλίας με μορφή σκακιέρας
- (ενδυμασία) ύφασμα με το μοτίβο αυτό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
και