pied-de-poule

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις pied, de και poule (κυριολεκτικά: πόδι της κότας)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpjedˈpul/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
pied-de-poule pieds-de-poule

pied-de-poule (fr) αρσενικό

  1. διακοσμητικό στοιχείο πανοπλίας με μορφή σκακιέρας
  2. (ενδυμασία) ύφασμα με το μοτίβο αυτό
Μοτίβο pied-de-poule
μικρότερο από το pied-de-coq.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

και