carry-on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
carry-on | carry-ons |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carry-on (en)
- η χειραποσκευή, μια μικρή τσάντα που φέρνω μαζί μου σε ένα αεροπλάνο
- ↪ You can take medicines in the carry-on.
- Μπορείτε να μεταφέρετε φάρμακα στη χειραποσκευή.
- ↪ You can take medicines in the carry-on.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- carry-on στην αγγλική Βικιπαίδεια